σκυριανός

σκυριανός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νησί Σκύρος ή αυτός που προέρχεται από τη Σκύρο («σκυριανά έπιπλα»)
2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Σκυριανός, η Σκυριανή
ο κάτοικος τής Σκύρου ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σκύρος + κατάλ. -ιανός (πρβλ. Καλαματ-ιανός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σκυριανός — ο θηλ. ή αυτός που κατάγεται από τη Σκύρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκυριανός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη Σκύρο ή προέρχεται από αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Monastery of Saint George, Skyros — The Monastery of Saint George of Skyros (Greek: Άη Γώργης Σκυριανός) is a Byzantine monastery on the Greek island of Skyros. The monastery was founded in AD 962.[1] See also Saint George: Devotions, traditions and prayers References ^ EVOIA …   Wikipedia

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… …   Dictionary of Greek

  • σκύριος — ια, ιο / σκύριος, ία, ιον, ΝΜΑ [Σκύρος] νεοελλ. σκυριανός μσν. αρχ. φρ. α) «Σκυρία ἀρχή» ανώφελο, μάταιο απόκτημα β) «Σκυρία δίκη» αυστηρή τιμωρία, όπως ήταν η εξορία στη Σκύρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”